- βασιλεύω
- (AM βασιλεύω)Ι. 1. είμαι ή γίνομαι βασιλιάς2. ασκώ τη βασιλική εξουσία ή (γενικότερα) κυβερνώ, διοικώ3. ζω βασιλικά, με βασιλική άνεσημσν.- νεοελλ.1. δύω («ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται», «βασίλευσεν ὁ ἥλιος κι ἔφθασεν ἡ ἑσπέρα»)2. επικρατώ, κυριαρχώ («στους στραβούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος»)νεοελλ.1. (για τα μάτια) κλείνω από τη νύστα ή από αρρώστια.2. ακμάζω, είμαι ευτυχισμένος («ζει και βασιλεύει»)3. αδυνατίζω.4. αργοσβήνω, πεθαίνωαρχ.1. ανακηρύσσω κάποιον βασιλιά2. (-ομαι) κυβερνιέμαι από βασιλιάII. (θηλ. μτχ.) η βασιλεύουσαμσν.- νεοελλ.η βασίλισσα των πόλεων, η πρωτεύουσα του βασιλείου, η Κωνσταντινούποληαρχ.η Ρώμηνεοελλ.(μτχ. παθ. ενεστ.) φρ. «βασιλευομένη δημοκρατία» — δημοκρατικό καθεστώς στο οποίο ανώτατος άρχοντας είναι ο βασιλιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < βασιλεύς. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ήδη μσν. μεταφορική σημασία του βασιλεύω «δύω», για την ερμηνεία της οποίας έχουν διατυπωθεί πολλές υποθέσεις. Έτσι υποστηρίζεται ότι αν ληφθεί ως αφετηρία η ιδιωματική χρήση του βασιλεύω «μεσουρανώ», τότε από τη σημασία του αόρ. εβασίλευσε οήλιος («ο ήλιος συμπλήρωσε το έργο του ως βασιλέως», άρα «έδυσε») επηρεάσθηκε σημασιολογικά και ο ενεστ. βασιλεύω και δήλωσε την έννοια του «δύω». Κατ' άλλους το βασιλεύω με βάση την παλαιότερη σημασία του «αυξάνω, προοδεύω» προσέλαβε κατόπιν και τη σημασία «δύω» (επειδή ο ήλιος δύοντας παίρνει δύναμη για να ανατείλει πάλι). Τέλος, σύμφωνα με άλλη άποψη, αν ληφθεί υπ' όψιν η παλαιότερη σημασία του βασιλεύω «ζω ως βασιλιάς, ευημερώ», τότε η λ. κατέληξε να σημαίνει και «δύω» από τη σημασία της φρ. δύοντας οήλιος βασιλεύει (δύοντας δηλαδή αποδεικνύει όλο του το μεγαλείο ως βασιλέως)].
Dictionary of Greek. 2013.